ὑπομνηστικά

ὑπομνηστικά
ὑπομνηστικός
awakening the recollection
neut nom/voc/acc pl
ὑπομνηστικά̱ , ὑπομνηστικός
awakening the recollection
fem nom/voc/acc dual
ὑπομνηστικά̱ , ὑπομνηστικός
awakening the recollection
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπομνηστικός — ή, ό / ὑπομνηστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] αυτός που υπενθυμίζει κάτι ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνηση μσν. προειδοποιητικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομνηστικόν υπόμνημα αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προξενεί κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. διαταγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”